- δισυπόστατος
- -η, -ο (Μ δισυπόστατος, -ον)1. αυτός που έχει δύο υποστάσεις, διφυής2. το ουδ. ως ουσ. το δισυπόστατοη ιδιότητα τού δισυπόστατουνεοελλ.το δισυπόστατοτο εκτόπλασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δισυπόστατος — η, ο αυτός που έχει δύο υποστάσεις, δύο φύσεις, διφυής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… … Dictionary of Greek
διφυής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που έχει δύο μορφές, δύο φύσεις, δισυπόστατος: Ο θεός Παν ήταν διφυές ον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)